πουδραρίζω

πουδραρίζω
Ν
βλ. πουδράρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμυλώνω — [άμυλο] 1. πασπαλίζω κάτι με άμυλο, πουδραρίζω 2. βυθίζω κάτι μέσα σε διάλυμα αμύλου, κολλαρίζω …   Dictionary of Greek

  • πουδράρισμα — το, Ν [πουδράρω / πουδραρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πουδράρω …   Dictionary of Greek

  • πουδράρω — και πουδραρίζω Ν [πούδρα] καλύπτω με πούδρα …   Dictionary of Greek

  • αμυλώνω — ωσα, πουδραρίζω, κολλαρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πουδράρω — και πουδραρίζω, πασπαλίζω, βάζω πούδρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”